- ἐπορεύετο
- ἐφορεύωto be ephorimperf ind mp 3rd sg (ionic)πορεύωmake to goimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek
ἐπορεύεθ' — ἐπορεύετε , ἐφορεύω to be ephor pres imperat act 2nd pl (ionic) ἐπορεύετε , ἐφορεύω to be ephor pres ind act 2nd pl (ionic) ἐπορεύεται , ἐφορεύω to be ephor pres ind mp 3rd sg (ionic) ἐπορεύετο , ἐφορεύω to be ephor imperf ind mp 3rd sg (ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπορεύετ' — ἐπορεύετε , ἐφορεύω to be ephor pres imperat act 2nd pl (ionic) ἐπορεύετε , ἐφορεύω to be ephor pres ind act 2nd pl (ionic) ἐπορεύεται , ἐφορεύω to be ephor pres ind mp 3rd sg (ionic) ἐπορεύετο , ἐφορεύω to be ephor imperf ind mp 3rd sg (ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Vaticanus 354 — For the similarly named manuscript, see Codex Vaticanus Graecus 1209 and Codex Vaticanus 2066. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 028 … Wikipedia
κιάθω — (Α) (εκτετ. τ. τού κίω) μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω*, εκτός τού «ἐκίαθεν ἐπορεύετο» τού Ησύχ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω] … Dictionary of Greek
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek